προτείνεται

προτείνεται
προτείνω
stretch out before
aor subj mid 3rd sg (epic)
προτείνω
stretch out before
pres ind mp 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ακυρότητα — (Νομ.). Η νομική πράξη κατά την οποία λείπει κάποιο νομικό ή πραγματικό στοιχείο, που την κάνει νομικά ανύπαρκτη. Η α. διακρίνεται σε απόλυτη (όταν προτείνεται από καθένα που έχει έννομο συμφέρον και εναντίον καθενός) και σε σχετική (όταν… …   Dictionary of Greek

  • θα — (μόριο) 1. δηλώνει κάτι που πρόκειται να γίνει στο μέλλον («θα γράψω») 2. δηλώνει δυνητική διάθεση («θα έγραφα, αν είχα καιρό») 3. δηλώνει κάτι το πιθανό («κάτι θα τού έτυχε, γι* αυτό δεν ήρθε»). [ΕΤΥΜΟΛ. θα < θανά < θε να (με αφομοίωση)… …   Dictionary of Greek

  • αναγνώστης — Ο όρος, εκτός από την καθιερωμένη του έννοια (αυτός που διαβάζει γενικά ένα γραπτό κείμενο), αναφέρεται ειδικότερα σε μια κατηγορία εργαζομένων στον χώρο του βιβλίου, που έχουν την ευθύνη να διαβάσουν ένα έργο που προτείνεται προς έκδοση και να… …   Dictionary of Greek

  • γυρτός — και γειρτός και γιρτός, ή, ό 1. κυρτός, καμπύλος 2. επικλινής 3. (για πόρτες και παράθυρα) μισόκλειστος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο ορθότερος τ. είναι γειρτός < (θ.) γειρ , έγειρα, αόρ. τού γέρνω. Από άλλους προτείνεται ο τ. γιρτός < γερτός < γέρνω, με… …   Dictionary of Greek

  • δαυλός — (I) δαυλός και δαῡλος, ον (Α) 1. πυκνός, δασύς («δαυλά γένεια», «...καλεῑσθαι τά δασέα ὑπὸ τῶν παλαιῶν δαῡλα») 2. φρ. «δαυλοὶ πραπίδων, δάσκιοί τε πόροι» σκοτεινές μηχανορραφίες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Προτείνεται η αναγωγή της λ. σε IE *dns u …   Dictionary of Greek

  • διατροφή — I Η παροχή τροφής και μέσων συντήρησης· ο επισιτισμός πληθυσμών· το σύνολο των βιοτικών αναγκών. Η δ. αναφέρεται γενικά στο σύνολο των ουσιών που προσλαμβάνει ο οργανισμός με τη μορφή τροφής. Οι ουσίες αυτές, πέρα από το ότι παρέχουν τις… …   Dictionary of Greek

  • ενδεικνύω — (AM ἐνδεικνύω και ἐνδείκνυμι) Ι. δείχνω, δηλώνω, φανερώνω αρχ. 1. δείχνω, υποδεικνύω σε κάποιον να πράξει κάτι («τοιαᾱτα ἐκάστοις ἐνδεικνῡσα τὰ ἔργα») 2. υποβάλλω μήνυση, καταγγέλλω («ένδείκνυμι ταῑς ἀρχαῑς») ΙΙ. (γ εν. πρόσ. ενεστ. μέσης φωνής)… …   Dictionary of Greek

  • ηλιοθεραπεία — (Ιατρ.). Μέθοδος θεραπείας που βασίζεται στην παρατεταμένη έκθεση τμήματος ή ολόκληρου του σώματος στις ηλιακές ακτίνες. Διακρίνονται: η η. του βουνού (μέθοδος εκλογής για τις οστεοαρθρικές εντοπίσεις της φυματίωσης, που συνοδεύονται από… …   Dictionary of Greek

  • νάερρα — και νάειρα και να(έ)τειρα, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «δέσποινα». [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. αιολ. τ., όπως μαρτυρεί η κατάλ. ερα, αντίστοιχη τής ειρα. Συνδέεται πιθ. με τη γλώσσα τού Ησυχίου ναίτειρα οικοδέσποινα, για την οποία προτείνεται η διόρθωση …   Dictionary of Greek

  • νομός — (Νομ.). Κάθε υποχρεωτικός κανόνας που γεννά δικαιώματα και υποχρεώσεις, με δυνατότητα εξωτερικού καταναγκασμού για όποιον δε συμμορφώνεται εκούσια στις επιταγές ή στις απαγορεύσεις του. Με τη γενική αυτή αλλά ουσιαστική έννοια, είναι αδιάφορο το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”